Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

ΑΓΙΟΣ ΤΙΤΟΣ


Φωτογραφία της Liana Starida.


















Από την Λιάνα Σταρίδα


Βρίσκεται στην οδό 25ης Αυγούστου δίπλα στην ενετική οπλοθήκη και τη Loggia. Υπήρξε ο μητροπολιτικός ναός του Χάνδακα κατά τη β' βυζαντινή περίοδο. Κατά την περίοδο της ενετικής κυριαρχίας, έγινε ο μητροπολιτικός ναός των Βενετών. 
Ο Άγιος Τίτος εμφανίζεται στους καταλόγους IV 92, V 122, VI (Werdmüller) 21 ως S. Tito και VII (Coronelli) 86 ως Camere dell’ Armamento con Loggia.
Για την αρχαιότερη ιστορία του ναού έχουμε ελάχιστες πληροφορίες.
Μετά την περίοδο της Αραβοκρατίας και ύστερα από την ανάκτηση της Κρήτης το 961 από τον Νικηφόρο Φωκά, αποκαταστάθηκε η Εκκλησία της Κρήτης. Η έδρα της επισκοπής μεταφέρθηκε από τη Γόρτυνα στον Χάνδακα που έγινε η πρωτεύουσα του νησιού. Τότε πρέπει να κτίστηκε η εκκλησία, που αφιερώθηκε στον Ισαπόστολο Τίτο, για να συνεχιστεί η θρησκευτική παράδοση μετά την καταστροφή της Γόρτυνας και του πρώτου ναού του Αγίου Τίτου. Οι αναφορές από την περίοδο της Ενετοκρατίας και οι απεικονίσεις του ναού δεν καθορίζουν ούτε τον χρόνο της ανοικοδόμησης του, ούτε δίνουν ακριβή στοιχεία για τον αρχικό του αρχιτεκτονικό τύπο. Όπως γράφει ο Cornelius: είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν κτίστηκε από τους Ενετούς, αφενός επειδή, αν χτιζόταν από εκείνους, θα υπήρχε σχετική μαρτυρία στις πηγές, όπως υπάρχει για τον ναό του Αγίου Μάρκου και αφετέρου, εάν κτιζόταν από Λατίνους, δεν θα αφιερωνόταν στον Άγιο Τίτο αλλά σε κάποιον άλλον Λατίνο άγιο. Μετά την εγκατάσταση των Ενετών στην Κρήτη, το Βατικανό έδιωξε τον μητροπολίτη Κρήτης και τους επισκόπους και εγκατέστησε Λατίνους αρχιεπίσκοπο και επισκόπους. Οι Ενετοί ήθελαν να φαίνεται ότι συνεχίζουν την εκκλησιαστική παράδοση της Κρήτης και κάποτε επέτρεπαν στους ορθόδοξους ιερείς να λειτουργούν με το τυπικό της ανατολικής Εκκλησίας.
Η ορθόδοξη μητρόπολη του Αγίου Τίτου φαίνεται ολοκάθαρα στο σχέδιο του Buondelmonti του 1415, έτσι όπως ίσως ήταν και στη β΄ βυζαντινή περίοδο. Σε αυτή την εκκλησία μάλλον λειτουργούσαν τόσο ο ορθόδοξος μητροπολίτης Ηλίας όσο και ο τελευταίος μητροπολίτης Κρήτης Νικόλαος.
Ο ναός έπαθε μεγάλες καταστροφές από σεισμό και ανακαινίστηκε στα μέσα του 15ου αι., το 1446, από τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Φαντίνο Ντάντολο. Στον μεγάλο βωμό τοποθετήθηκαν η Τίμια Κάρα του αγίου Τίτου, το λείψανο του αγίου Στεφάνου, του αγίου Μαρτίνου και της αγίας Φωτεινής (ή αγίας Λουκίας). Επίσης, παρέμειναν η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας και άλλα λείψανα και κειμήλια που είχαν διασώσει χριστιανοί από τον ναό της Γόρτυνας. Τα κειμήλια αυτά, λίγο πριν την παράδοση του Χάνδακα στους Οθωμανούς, μεταφέρθηκαν στη Βενετία, στον ναό του Αγίου Μάρκου και της Σωτηρίας (della Salute) αντίστοιχα. Κατά τον σεισμό του 1508, έπαθε σοβαρές ζημιές, χωρίς ωστόσο να χάσει την αρχική του μεγαλοπρέπεια. Μια τυχαία πυρκαγιά τον Απρίλιο του 1544 προξένησε μεγάλες καταστροφές στην εκκλησία, από τις οποίες όμως γλύτωσαν τα άγια λείψανα που φυλάσσονταν εκεί.
Το 1557, ο Άγιος Τίτος ξανακτίστηκε από τα θεμέλια και έγινε η αρχαιότατη βασιλική ωραιότατη (pulcherrima et vetusti operas basilica), όπως αναφέρει ο περιηγητής Kootwyck.
Από το 1535 μέχρι την καταστροφή του ναού από πυρκαγιά το 1544, ο Φραγκίσκος Λεονταρίτης, σε ηλικία 17 χρόνων ή λίγο μεγαλύτερος, αναφέρεται ως κληρικός και οργανίστας στον ναό του Αγίου Τίτου, όπου υπήρχε εκκλησιαστικό όργανο, στον ίδιο ναό όπου ιερουργούσε και ο πατέρας του. Η μουσική παιδεία του φαίνεται, λοιπόν, ότι αποκτήθηκε στον Χάνδακα. Το ανήσυχο πνεύμα του Λεονταρίτη και η ταραχώδης ζωή του τον οδήγησαν στην Κρεμόνα και ξανά στη Βενετία στα 1566. Θέλοντας να ξαναβρεί τη γαλήνη και την ηρεμία, επέστρεψε είκοσι χρόνια αργότερα στην πόλη του, βρήκε ζωντανή τη μητέρα του και ανέκτησε τον βαθμό της ιεροσύνης του. Εκλέχθηκε και πάλι Κανονικός του καθεδρικού ναού του Αγίου Τίτου, εξασκώντας παράλληλα τις μουσικές του δραστηριότητες. Ο Φραγκίσκος Λεονταρίτης παύει να μνημονεύεται στις πηγές από τις αρχές του 1572, κάτι που υποδηλώνει ότι πέθανε εκείνη ή την επόμενη χρονιά, σε ηλικία 54 περίπου χρόνων.
 Για τα ιερά σκεύη, με τα οποία ήταν εφοδιασμένη η εκκλησία την εποχή του Κρητικού Πολέμου, έχουμε αρκετές πληροφορίες, ώστε να συμπεράνουμε ότι, αν και μητροπολιτικός ναός, ο πλούτος του κάθε άλλο παρά εξαιρετικός ήταν.
Για την αρχιτεκτονική μορφή της εκκλησίας από τον 16ο αι. και μετά δεν μπορούμε να σχηματίσουμε σαφή εικόνα από τα σχεδιαγράμματα και τους χάρτες μια και τα περισσότερα είναι ή πάρα πολύ μικρά και απλά σχεδιάσματα ή υπερβολικά ανακριβή και φανταστικά. Από τις πιο αξιοπρόσεκτες απόψεις του Κλόντζα και του Κορνέρ αλλά και από τον χάρτη του Werdmüller συνάγουμε ότι πιθανότατα είχε σχήμα βασιλικής και το κωδωνοστάσιο, που ήταν στεγασμένο με θόλο, βρισκόταν κολλημένο στη νοτιοδυτική γωνία του ναού. Όπως αναφέρει ο Gerola το 1918: η σημερινή κεντρική πόρτα είναι η αρχαία και φέρει επάνω της μία επιγραφή και ένα τόξο που υποβαστάζεται από δύο μικρούς κίονες.
Προς τιμή της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας υπήρχε ειδικό παρεκκλήσι μέσα στον ναό, όπου ήταν τοποθετημένη η θαυματουργή εικόνα, γι’ αυτό και ονομαζόταν και Παναγία του Αγίου Τίτου. Αυτό το παρεκκλήσι ήταν το σημαντικότερο της εκκλησίας και διακοσμημένο με πλήθος ζωγραφικών παραστάσεων. Στις 4/5/1573 ο επίσκοπος Σητείας και Ιεράπετρας, τοποτηρητής του Αρχιεπισκόπου Κρήτης, ανέθεσε στον ζωγράφο Μάρκο Χαλκιόπουλο να ζωγραφίσει δύο μεγάλων διαστάσεων θρησκευτικές παραστάσεις μέσα στο παρεκκλήσι της Παναγίας, τη Γέννηση του Χριστού και τη Στέψη της Θεοτόκου.
 Μέσα στην εκκλησία έδρευε η αδελφότητα του Αγγέλου Φύλακα που ιδρύθηκε την περίοδο του Κρητικού Πολέμου. Η αδελφότητα αναφέρεται στην έκθεση του αρχιεπισκοπικού βικαρίου και αργότερα αρχιεπισκόπου της πόλης Francesco Zeno ο οποίος, περιγράφοντας τον μητροπολιτικό ναό, ανέφερε ότι: στα ήδη υπάρχοντα πέντε αλτάρια του ναού προστέθηκαν άλλα δύο, ένα από τα οποία αφιερώθηκε στον Άγγελο Φύλακα και ότι προς τιμήν του ιδρύθηκε αδελφότητα.
 Την παραμονή της εορτής του Αγίου Τίτου στον εσπερινό, γινόταν μέσα στην εκκλησία το Πολυχρόνιο ή η Φήμη (Laudo) του Πάπα και του αρχιεπισκόπου του Χάνδακα, παρουσία των βενετικών αρχών, του ορθόδοξου και λατινικού κλήρου και η ίδια τελετή επαναλαμβανόταν ανήμερα της γιορτής. Ιδιαίτερης τιμής απολάμβανε όποιος κρατούσε τη λαμπάδα του αρχιεπισκόπου στο Laudo, όπως προκύπτει από σχετική διαμάχη που αναφέρεται στα ενετικά έγγραφα. Η γιορτή του Αγίου Τίτου θεωρείτο μεγάλο γεγονός και συνοδευόταν με λιτανεία προς τον Άγιο Μάρκο όπου ψελνόταν ξανά το Laudo.
 Κατά την περίοδο της πολιορκίας του Χάνδακα, την εκκλησία περιγράφει ο Τζουάνες Παπαδόπουλος: Ο καθεδρικός ναός αφιερωμένος στον Άγιο Τίτο ήταν πολύ παλιό οικοδόμημα, σκοτεινό και με λίγα αλτάρια και ένα αρκετά μεγάλο καμπαναριό με ψηλή κωνική στέγη και καλές καμπάνες. Στον Άγιο Τίτο βρισκόταν το αλτάρι της παλαιότατης εικόνας της Παναγίας που ονομαζόταν Κυρά Μεσοπαντίτισσα. Κάθε Τρίτη τη λιτάνευαν τοποθετημένη μόνη της μέσα σε θήκη και τη συνόδευαν έξι παπάδες ορθόδοξοι με τον πρωτοπαπά πηγαίνοντάς την σε διάφορες ορθόδοξες εκκλησίες. Όταν τέλειωναν οι λειτουργίες στις εκκλησίες που πήγαιναν, πήγαιναν εν πομπή κάτω από το προστώο του ναού του Αγίου Μάρκου.
Από την Eva Tea πληροφορούμαστε ότι: ο Μητροπολιτικός ναός του Αγίου Τίτου θυμίζει στον ταξιδιώτη την εξορία του. Γύρω από την θαυματουργή εικόνα της Μεσοπαντίτισσας, της γεμάτης από αναθήματα Λατίνων και Ορθοδόξων, μαζευόταν ανάμεικτος όχλος από ανατολίτες οι οποίοι επαναλάμβαναν τις σκηνές του ναού της Ιερουσαλήμ όπου στις μεγάλες γιορτές δε δίσταζαν να βάζουν ακόμα και τα κρεβάτια τους μέχρι τον βωμό της Θεοτόκου. Ο ναός αντηχεί και κατά τις ώρες της λειτουργίας από τους διαλόγους, τον θόρυβο και τις κραυγές των δικολάβων λόγω των αιωνίων δικών για τις εφημερίες, τις δεκάτες και τις μισθώσεις που προκαλούσε η σύγχυση του κτηματολογίου. Η διπλανή αρχιεπισκοπή με τα δικαστήρια, τους συμβολαιογράφους, τους ιερείς, τους παπάδες και το στίφος των παρασίτων έδινε την εντύπωση μάλλον παζαριού παρά οίκου του Θεού.
Αμέσως μετά την παράδοση του Χάνδακα και την εγκατάσταση των Οθωμανών, ο ναός παραχωρήθηκε στον Φαζίλ Αχμέτ Κιοπρουλή και μετατράπηκε σε τζαμί, το Βεζίρ Τζαμί (Fazil Achmet Pascia o Visir).
Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, η Εκκλησία της Κρήτης επισκεύασε κατάλληλα τον ναό και το 1925 αφιερώθηκε και πάλι στον Απόστολο Τίτο.
 Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Άγιος Τίτος έπαθε σοβαρές ζημιές καθώς μία βόμβα τρύπησε τη στέγη του νάρθηκα λίγο δεξιότερα της εισόδου. Σχηματίστηκε έτσι, μέσα στον ναό, ένας λόφος από ερείπια και παντός είδους συντρίμμια. Για να μπει κανείς στο εσωτερικό του, έπρεπε να περάσει από αυτό το χάλασμα, ενώ τμήματα από σπασμένους σοβάδες έπεφταν στα δάπεδα του ναού. Τα στηθαία του γυναικωνίτη και το εικονοστάσιο καταστράφηκαν, το καταπέτασμα της Ωραίας Πύλης διαλύθηκε, τα δωδεκάορτα έφυγαν από τη θέση τους και έσπασαν στα δυο, ενώ όλοι οι πολυέλαιοι και τα παράθυρα καταστράφηκαν. Τα μάρμαρα των παραστάδων της θύρας του νάρθηκα και η ενεπίγραφη πλάκα πάνω από αυτήν έπαθαν, επίσης, μεγάλες ζημιές. Επιπλέον, επιτάχθηκε από τη Νομαρχία για να χρησιμοποιηθεί ως αποθήκη σίτου. Η επίταξη έγινε το Φεβρουάριο του 1943 και έληξε τον Μάρτιο του 1944. Σε όλο αυτό το διάστημα που ο ναός χρησιμοποιείτο ως σιταποθήκη, οι ιερείς του Αγίου Τίτου λειτουργούσαν στον Άγιο Μηνά και στον Άγιο Δημήτριο. Στον μικρό κήπο πίσω από το ιερό βήμα, που χρησιμοποιήθηκε ως κοιμητήριο κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης, τάφηκαν οι αξιωματικοί Ι. Τζουλάκης και Ι. Μαρινέλλης καθώς και άλλοι στρατιωτικοί και ιδιώτες.
 Στις 15 Μαΐου του 1966 το ελληνικό αντιτορπιλικό Δόξα μετέφερε την Τίμια Κάρα του Αγίου Τίτου μέσα σε χρυσοποίκιλτη λειψανοθήκη, παρουσία 100.000 και πλέον πιστών, στην εκκλησία του. Η ιστορία ξεκίνησε το 1957, όταν ο Πάπας Ιωάννης ΙΓ΄ σε απάντηση επιστολής του τότε μητροπολίτη Κρήτης Ευγένιου του απέστειλε φωτογραφία της Κάρας του Αγίου Τίτου και αντίγραφο της εικόνας της Μεσοπαντίτισσας. Τον Ιούλιο του 1964, ομάδα κληρικών και λαϊκών πήγε στη Βενετία και με αυτή την ευκαιρία ο Ευγένιος, με προσωπική του επιστολή προς τον Πατριάρχη Ιωάννη Ουρμπάνι, ζήτησε την έγκριση να προσκυνήσουν το λείψανο του πρώτου επισκόπου Κρήτης. Ο Ουρμπάνι τον παρέπεμψε στην Αγία Έδρα. Παράλληλα, η απόδοση της Κάρας του Αποστόλου Ανδρέα στην Πάτρα, οδήγησε τον Ευγένιο να ανακινήσει τη θέμα της ανακομιδής, με αποτέλεσμα να γίνει δεκτό το αίτημά του τον Μάρτιο του 1965. Κατά την ανακομιδή, ήταν τόσος ο κόσμος, ώστε χρειάστηκε πάνω από μια ώρα για να φτάσει η πομπή από το λιμάνι στον ναό του Αγίου Τίτου. Έκτοτε, φυλάσσεται σε ειδικό παρεκκλήσι, στον νάρθηκα του ναού.
Το 1983 έγινε η διαμόρφωση της πλατείας του Αγίου Τίτου με πλακόστρωση που υπάρχει μέχρι σήμερα. Η βάση του μιναρέ του Αγίου Τίτου βρέθηκε κατά τη διάνοιξη των θεμελίων της αποθήκης του ναού. Δεν βρέθηκαν υπολείμματα του παλαιού ναού, αν και η εκσκαφή προχώρησε σε βάθος 4μ.
Αρχιτεκτονικά, η εκκλησία είχε σχήμα βασιλικής, σχεδόν τετράγωνο, με τρούλο στη μέση. Το κωδωνοστάσιο ήταν στη νοτιοδυτική γωνία του ναού, όπου αργότερα κτίστηκε ο μιναρές και το νεότερο κωδωνοστάσιο που, επίσης, κατεδαφίστηκε τη δεκαετία του 1970. Ο ναός δεν είχε κόγχες και ήταν προσανατολισμένος ανατολικά, στεγασμένος με ενιαία στέγη. Δύο τοξοστοιχίες χώριζαν το εσωτερικό του σε τρία κλίτη. Στη δυτική του πρόσοψη είχε τρεις πόρτες, όπως φαίνεται σε σχέδιο του Γεωργίου Κλόντζα. Όπως αναφέρει ο Gerola: ήταν μια ωραιότατη και παλιά βασιλική, θαυμαστή για τα μεγάλο πλάτος και ύψος της και τις αμέτρητες κολώνες της που ήταν από λογής λογής σπάνια μάρμαρα και καθώς ήταν στολισμένη με θυρεούς δοξασμένων ανδρών και με άγιες τράπεζες και παρεκκλήσια φαινόταν ότι θα έμενε παντοτινό κόσμημα της πολιτείας.
 Ο ναός καταστράφηκε τον Απρίλιο του 1544 από πυρκαγιά, από την οποία ευτυχώς διασώθηκαν όλα τα ιερά λείψανα και κειμήλια του ναού, μεταξύ των οποίων και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας, και στη θέση του κτίστηκε το 1557 μεγάλος ναός του ίδιου ρυθμού με τον προηγούμενο και εξίσου μεγαλοπρεπής. Ήταν τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, με υπερυψωμένο το κεντρικό κλίτος, με τρεις πύλες στη δυτική όψη, από τις οποίες η μεσαία ήταν η υψηλότερη με ημικυκλικό υπέρθυρο. Στη νότια και τη βόρεια πλευρά είχε από μία είσοδο. Στη συνέχεια της νοτιοδυτικής γωνίας του ναού υπήρχε πύργος κωδωνοστασίου που κατέληγε σε τρούλο. Αυτή η απεικόνιση εμφανίζεται στον χάρτη του Γεωργίου Κλόντζα το 1590. Τον Απρίλιο του 1550, ο καθολικός αρχιεπίσκοπος του Χάνδακα ανέθεσε σε παρισινό τεχνίτη να πελεκήσει από πέτρα Τυλίσου τον ρόδακα του κυκλικού φωταγωγού στην κύρια πρόσοψη του ναού. Ίσως η ανάθεση αυτή σχετίζεται με τις ζημιές που είχε προκαλέσει στο μνημείο η πυρκαγιά.
Στον περίβολο του ναού έθαβαν τους αρχιεπισκόπους, τους κατεπάνω και τους στρατηγούς της βυζαντινής περιόδου. Το έθιμο διατηρήθηκε και την Ενετοκρατία αλλά και κατά την οθωμανική περίοδο.
Η εικονογράφηση του ναού είναι έργο του Ηρακλειώτη αυτοδίδακτου ζωγράφου Ευάγγελου Μαρκογιαννάκη.
Κατά τις αναστηλωτικές εργασίες των αρχών της δεκαετίας του 1990, αποκαλύφθηκε μισοκατεστραμμένο τμήμα του αρχικού πλακόστρωτου δαπέδου, από τετράγωνες πλάκες γκρι μαρμάρου. Από τα στοιχεία που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα και αποκαλύφθηκαν κατά τις εργασίες, διαπιστώθηκε ότι στο εσωτερικό του γυναικωνίτη υπήρχε γραπτή διακόσμηση με φυτικά θέματα, σύμβολα και επιγραφές από το κοράνι, που όμως καταστράφηκαν εντελώς το 1924 κατά τη μετατροπή του τεμένους σε ορθόδοξο ναό.
Κατά τον σεισμό του 1970, ο Άγιος Τίτος έπαθε μεγάλες ζημιές, με κίνδυνο την κατάρρευση τμημάτων του ναού. Οι εργασίες αποκατάστασης ξεκίνησαν το 1971 και τότε κατεδαφίστηκε το τσιμεντένιο κωδωνοστάσιο που είχε προστεθεί στη νοτιοδυτική γωνία του ναού.
Ο σημερινός ναός είναι οικοδόμημα τετράγωνης κάτοψης με νάρθηκα και ημισφαιρικό τρούλο που στηρίζεται σε τέσσερις πεσσούς. Οι εξωτερικές όψεις του, επενδυμένες με λαξευτούς πωρόλιθους, είναι διαμορφωμένες σε πέντε κάθετα διάχωρα μέσα στα οποία διατάσσονται τα ιδιαίτερα επιμελημένα και διακοσμημένα ανοίγματα.
Ο ΑΓΙΟΣ ΤΙΤΟΣ ΩΣ ΤΕΜΕΝΟΣ ΒΕΖΙΡ
Sadrazam Ahmed Pașa Kȍprűlű Camii (Τέμενος Βεζίρ, Άγιος Τίτος)
Η εκκλησία του Αγίου Τίτου υπέστη εκτεταμένες μετατροπές προκειμένου να λειτουργήσει ως τέμενος. Σύμφωνα με την περιγραφή του Τσελεμπί, στην ανατολική πλευρά καθαιρέθηκε η κόγχη του ιερού και στη θέση της ανοίχτηκαν τρεις πόρτες. Μπροστά από αυτές διαμορφώθηκε ένα πρόθυρο που στηριζόταν σε λεπτούς στύλους και είχε στέγη καλυμμένη με μολύβι. Στη νότια πλευρά προστέθηκαν τέσσερις θόλοι, για να διαμορφωθεί ο χώρος του μιχράμπ. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε ένα κεντρικό κλίτος και ο ναός έγινε τετράγωνος, όπως δείχνει ο χάρτης του αγγλικού ναυαρχείου του 1843.
Όπως το περιγράφει ο Τσελεμπί: αυτό το τζαμί έχει πάντοτε πολλούς πιστούς γιατί βρίσκεται κοντά στην αγορά και το παζάρι. Το μήκος και το πλάτος του είναι από 80 πόδια. Πάνω από το μιχράμπ βρίσκεται ένας τρουλίσκος που στηρίζεται σε τέσσερις κολώνες. Πάνω από το παλιό κτίσμα με την οροφή από κυπαρισσόξυλα, είναι μολυβοσκέπαστο. Το μιχράμπ και ο άμβωνας είναι στολισμένα από κρύσταλλα και μουράνο. Το τζαμί λούζεται από το φως. Από την μπροστινή πλευρά του μιχράμπ περνά μια πλατειά λεωφόρος. Στα ανατολικά βρίσκεται ένας κήπος του Ιρέμ. Τρείς πύλες έχει το τζαμί, η μία είναι μικρή, η μεσαία η μεγάλη αποτελείται από τρεις πόρτες και η τρίτη ανοίγει προς τα ανατολικά. Η πύλη που βρίσκεται προς τα αριστερά βλέπει στην αριστερή αυλή με τη στέρνα και το σιντριβάνι. Πάνω από το σιντριβάνι που είναι ένα έργο τέχνης, ο μηχανικός του έστησε ψηλό τρούλο πάνω σε έξι λεπτές μαρμάρινες κολώνες. Στα αριστερά του τζαμιού βρίσκεται η είσοδος για τους πιστούς που στηρίζεται σε δοκούς και έχει οροφή από σκαλιστό ξύλο. Στα δεξιά βρίσκεται ένας καινούριος, ψηλός μιναρές που είναι ακριβό έργο τέχνης.
Στη νοτιοδυτική πλευρά του τεμένους κατασκευάστηκε ένας μεγάλος μιναρές, τον οποίο ο Τσελεμπί χαρακτηρίζει ως ωραιότερο του αυτοκρατορικού τζαμιού Χουγκιάρ (Άγιος Φραγκίσκος). Σύμφωνα με τα οθωμανικά αρχεία, ο μιναρές κατεδαφίστηκε το 1685 λόγω φθορών που προκλήθηκαν από την κακή ποιότητα των λίθων και του ασβέστη που είχαν χρησιμοποιηθεί και ξαναχτίστηκε από τα θεμέλια.
Ο μεγάλος σεισμός του 1856 κατέστρεψε εξ ολοκλήρου τον ναό που κτίστηκε πάλι από την αρχή, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αθανάσιου Μούση. Για την κατασκευή του ναού χρησιμοποιήθηκαν λίθοι και μάρμαρα από τον ερειπωμένο ναό του Αγίου Φραγκίσκου.
Το νέο μεγαλοπρεπές τέμενος εγκαινιάστηκε την ημέρα της εορτής της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, στις 24 Σεπτεμβρίου1871. Όπως αναφέρει ο Ξανθουδίδης: Το χαρίεν αυτό αρχιτεκτονικόν καλλιτέχνημα, που δεν υπήρξεν παρόμοιόν του εν Κρήτη, με τα πολλά παράθυρά του, με τα καμπυλωτά και τοξωτά περιγράμματά των, παρουσιάζει όψιν αραβικήν, όπως το βλέπομεν σήμερα. Ο πανύψηλος μιναρές του με τους δύο «σεριφέδες» του κατεδαφίστηκε, και τελευταία, ύστερα από την ανταλλαγή των πληθυσμών, η εκκλησία Κρήτης παρέλαβε τον ναό, τον επισκεύασε κατάλληλα και το 1925 καθιερώθηκε και πάλι, ύστερα από 256 χρόνια, στον Ισαπόστολο Τίτο.
Το νέο οικοδόμημα που σώζεται σήμερα είναι ένα εκλεκτικιστικό μνημείο, με διάφορα στοιχεία από τους ρυθμούς των μνημείων της Κωνσταντινούπολης, τετρακιόνιο με ημισφαιρικό τρούλο και νάρθηκα.
Στη νοτιοδυτική γωνία του νάρθηκα υψωνόταν ο μιναρές που είχε ύψος 10,63μ. Η έδραση του μιναρέ ήταν ενσωματωμένη αλλά και μορφολογικά ανεξάρτητη του ναού. Σύμφωνα με φωτογραφικό υλικό των αρχών του 20ού αι., η βάση του μιναρέ είχε κυκλική διατομή με δακτύλιο και ένα κοιλόκυρτο κλασικό κυμάτιο. Στον κορμό του υπήρχαν δύο κυκλικοί εξώστες με στηθαίο, διακοσμημένο ανά αποστάσεις με κιονίσκους και συνεχόμενα θωράκια. Το επίπεδο της έδρασης του κάθε εξώστη ήταν διακοσμημένο με τρία αλλεπάλληλα και διευρυνόμενα βαθμιδωτά προς τα πάνω κυμάτια σταλακτιτών. Ο μιναρές κατέληγε σε ημισφαιρικό τρουλίσκο με δύο κορωνίδες στην κορυφή που έφεραν την ημισέληνο. Τη βάση του τρουλίσκου πλαισίωνε λίθινο γείσο με διακοσμητικά θέματα. Ο κορμός του μιναρέ ήταν κατασκευασμένος με λαξευτούς πωρόλιθους κατά το ισόδομο σύστημα.
Έξω από τη βόρεια και νότια είσοδο του ναού υπήρχαν προστώα με τρίρριχτη επικλινή στέγη από κεραμίδια που στηριζόταν από τη μια πλευρά στον εξωτερικό τοίχο του κτιρίου και απ’ την άλλη σε δύο λεπτούς κίονες με ξύλινο διακοσμημένο επιστήλιο και γείσο. Η νότια είσοδος χρησίμευσε από το 1925 έως το 1956 ως κύρια είσοδος του ναού.
Οι όψεις του κτιρίου, που απηχούν ρυθμούς της οθωμανικής τέχνης αλλά και της βυζαντινής ναοδομίας, σχεδόν αντιγράφουν τις όψεις των οθωμανικών μαυσωλείων. Όλο το οικοδόμημα στο άνω μέρος κοσμείται περιμετρικά με κυμάτια από σταλακτίτες και προεξέχον γείσο, ενώ υπάρχει λιθόγλυπτη, διάτρητη επίστεψη που ακολουθεί τη διάσπαση των πλευρών του όγκου του κτιρίου.
Ο τρούλος είναι ένα πλήρες ημισφαίριο, το τύμπανο του οποίου διαμορφώνεται εξωτερικά ως οκταγωνικό και είναι επενδεδυμένο με πλάκες πωρόλιθου.
Ιδιαίτερο κατασκευαστικό στοιχείο που αποκαλύφθηκε κατά τις στερεωτικές εργασίες της δεκαετίας του 1990 είναι ότι όλο το πάνω μέρος του ναού, δηλαδή τα τόξα, οι θόλοι, ο τρουλίσκος, οι στέγες και ο τρούλος είναι κατασκευασμένα με μπαγδατί.
Εσωτερικά, το μιμπέρ που αφαιρέθηκε το 1965, βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του βορειοδυτικού κεντρικού πεσσού του ναού και ήταν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο από μάρμαρο. Ο νάρθηκας και ο γυναικωνίτης αποτελούσαν ενιαίο χώρο. Στις δύο γωνίες του υπήρχαν δύο ξύλινες κλίμακες που οδηγούσαν στον γυναικωνίτη. Σήμερα υπάρχει μόνο η νοτιοδυτική σκάλα, κατασκευασμένη με σκυρόδεμα.
Μπροστά από το τέμενος χτίστηκε από τον Κιοπρουλή η πρώτη από τις φιλανθρωπικές κρήνες του Χάνδακα, αφιερωμένη στο όνομά του, και στη νοτιοδυτική πλευρά προς την Αρμέρια κατασκευάστηκε θολοσκέπαστη κρήνη καθαρμών εξαγωνικού σχήματος, που σωζόταν μέχρι τις αρχές του 20ού αι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου